Τα λοιπά μέρη του Καθολικού
Ἀπό τήν βορεινή πλευρά τοῦ ναοῦ ἔχει ἀνοιχθεῖ ἐξωτερική θύρα, ἀπό τήν ὁποία εἰσεχόμαστε στό ὑπερῶο, πού χρησιμεύει ὡς γυναικωνίτης. Ὁ χῶρος τοῦ ὑπερώου στρέφεται γύρω ἀπό τό ἑξάγωνο καί σταματάει πάνω ἀπό τό κεντρικό τμῆμα τοῦ ἱεροῦ,
ὅπου ἐκεῖ ὁ χῶρος εἶναι διώροφος. Πάνω ἀπό τά Ἱερά πού περιγράψαμε, στήν κάτοψη τοῦ ἰσογείου, μέ ἐξαίρεση βέβαια τήν κύρια Ἁγία Τράπεζα, βρίσκονται στίς ἀντίστοιχες θέσεις ἄλλα τρία Ἱερά. Τό σύνολο τῶν Ἱερῶν μέχρι αὐτό τό σημεῖο τῆς περιγραφῆς εἶναι ἑπτά. Τό πλῆθος αὐτό τῶν Ἱερῶν ἐξυπηρετοῦσε τό τυπικό τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων, ὅπως ἤδη ἔχει λεχθεῖ, ἡ ὁποία σέ περίοδο ἀκμῆς ἐφάρμοζε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί Θεία Λειτουργία. Τό τυπικό αὐτό, γιά νά λειτουργήσει, ἀπαιτεῖ πλῆθος μοναχῶν καί πολλές Ἁγίες Τρἀπεζες. Ἐπιστρέφοντες στήν περιγραφή ἀναφέρουμε ὅτι ὅμοιο τρίβηλο ἅνοιγμα παρατηρεῖται στήν ἀντίστοιχη μέ τό ἰσόγειο θέση.
Τό τρίβηλο ἄνοιγμα σχηματίζεται ἀπό δύο στρογγυλούς κιονίσκους, πού φέρουν κιονόκρανα μέ ἀνάγλυφα φύλλα.
Στήν βόρεια πλευρά σχηματίζονται δύο κόγχες, ἐν εἴδει παρεκκλησίου, καί στόν δυτικό τοῖχο σώζεται ὀστεοθήκη (ἤ κρύπτη) καί μία εἴσοδος, ἡ ὁποία εἶναι πλέον σφραγισμένη, ἀλλά παλαιότερα ὁδηγοῦσε σέ χῶρο ἀκριβῶς ἄνω τοῦ ἐξωνάρθηκα.
Στήν ὀροφή τοῦ χώρου αὐτοῦ βρίσκεται λίθινη καταπακτή, πού ὁδηγεῖ στόν δεύτερο καί τελευταῖο ὄροφο τοῦ ἐξωνάρθηκα.
Ὅμοιος χῶρος μέ τόν προηγούμενο ὑπάρχει νότια, στόν ὁποῖο ἐπίσης, ὑπάρχει λίθινη καταπακτή στήν ὀοφή του. Μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν χώρων βρίσκεται ἄνοιγμα (θυρίδα), πού βλέπει στόν ἐξωνάρθηκα, στήν βάση δέ αὐτῆς τῆς θυρίδας σχηματίζεται τετράγωνο κοίλωμα, χωρίς κάλυμμα, πού χρησίμευε κάποτε ὡς ὀστεοθήκη ἤ κρύπτη.
Γενικά, τό κτιριακό σύνολο τοῦ ναοῦ, μέ τό Νάρθηκα καί τό ὑπερῶο, διακρίνεται γιά τό πλῆθος τῶν κογχῶν καί γιά τά πήλινα ἀγγεῖα - ἠχεῖα σέ σχῆμα μικροῦ πίθου, τά ὁποῖα εἴναι ἐντοιχισμένα μέ τό ἄνοιγμα πρός τά ἔξω, στίς γωνίες τῶν σταυροθολίων καί τίς κόγχες ἀποσκοπώντας στή βελτίωση τῆς ἀκουστικῆς τοῦ χώρου.
Συμπερασματικά, ἡ ἐποχή πού κτίστηκε τό μνημεῖο ἦταν μία δύσκολη ἐποχή γιά τούς Ἕλληνες ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν κάτω ἀπό ὀθωμανική κατοχή. Ὅμως, στά γενικά πλαίσια τῆς ἐποχῆς ἡ ὀρθόδοξη ναοδομία διατηρεῖ τόν βυζαντινό της χαρακτήρα καί παρουσιάζει ἔλλειψη ὀθωμανικῶν ἐπιδράσεων. Ἡ κλίμακα τοῦ ἔργου, οἱ ἐσωτερικές ἀναλογίες, ἡ ἐσωστρέφεια καί ὁ χειρισμός τοῦ φυσικοῦ φωτισμοῦ, δείχνουν καθαρά τήν παρουσία ἑνός ἀρχιτέκτονα βασισμένου στήν βυζαντινή παράδοση. Συγχρόνως ὅμως, αὐτός ὁ ἀρχιτέκτονας ἦταν ἀρκετά ἐφευρετικός καί καινοτόμος, ὥστε νά ἀφομοιώνει δημιουργικά τά νέα πρότυπα τῆς μεσουρανούσας τότε ὀθωμανικῆς ἀρχιτεκτονικῆς καί πιθανόν καί ἄλλων ἀρχιτεκτονικῶν παραδόσεων, ὅπως ἀρμενικῶν, φράγκικών ἤ ἰβηρικῶν.
Παράλληλα, ὑπῆρξε ἕνας δραστικός χειρισμός καί στή λειτουργική διάρθρωση τοῦ χώρου. Εἴναι ἐμφανής ἡ πρόθεση τοῦ ἀρχιτέκτονα νά ἐντάξει σέ ἕνα παραδοσιακό πρότυπο ναοῦ τά ἑπτά ἱερά.
Ἡ προσπάθεια νά ἔχουν ὅλα τά ἱερά μία σχέση μέ τήν Ἀνατολή καί ὄχι μόνο ὅσα βρίσκονται στόν τοῖχο τοῦ ἱεροῦ, ὁδήγησε στή στροφή τῆς γωνίας, πού σχηματίζεται ἀπό αὐτούς τούς δύο τοίχους τοῦ Καθολικοῦ πρός τήν ἀνατολή.
Ἔτσι, φαίνεται ὅτι ὁ ἴδιος ὁ σχεδιασμός τοῦ Ναοῦ ἔγινε μέ τέτοιον τρόπο, ὥστε νά ἐξυπηρετεῖ τήν ὕπαρξη τῶν ἑπτά ἱερῶν, καί πολύ πιθανόν καί τήν ἀκοίμητη Λειτουργία τῆς Μονῆς.