Το Καθολικό της Μονής
Ἡ ἀρχιτεκτονική τοῦ Ναοῦ εἶναι μάρτυρας τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῶν πολιτισμικῶν ἐπιδράσεων καἰ τῶν περιπετειῶν τῆς Μονῆς, δεδομένου ὅτι, κατά τήν ἄποψη τῶν εἰδικῶν, συνυπάρχουν σέ αὐτόν βυζαντινά, φραγκικά, ἰσλαμικά καί ἰβηρικά στοιχεῖα.
Τό περίφημο, ἀπό ἀρχιτεκτονικῆς ἄποψης, Καθολικό, πού σώζεται ἕως σήμερα, χτίστηκε ἐκ βάθρων κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰώνα, ὅπως μαρτυρεῖται καί ἀπό τό πατριαρχικό Σιγγίλιο τοῦ 1614.
Τό νεώτερο κτίσμα του 16ου αἰώνα ἀνοικοδομήθηκε στό ἴδιο σημεῖο τῆς ἀρχαίας θέσης του, στό κέντρο σχεδόν τοῦ ὀρθογωνίου περιβόλου τῆς Μονῆς.
Τό σημερινό Καθολικό εἶναι διώροφος, μεταβυζαντινός ναός μέ τριώροφο πύργο, πού ὑψώνεται στήν πρόσοψή του. Ὁ ρυθμός τοῦ Ναοῦ εἶναι ἑξαγωνικός. Ἔχει δηλαδή ἕξι στηρίγματα, ἐπάνω στά ὁποῖα στηρίζεται ὁ Τροῦλος, ὁ ὁποῖος ἐσωτερικά εἶναι κυκλικός καί ἐξωτερικά δωδεκάπλευρος. Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτή προκάλεσε ἐρωτηματικά καί ἀσυμφωνία ἀνάμεσα στούς ἐπιστήμονες σχετικά μέ τίς ἐπιρροές, πού εἶχε ὁ ἀρχιτεκτονικός αὐτός τύπος. Ὡστόσο μέσα ἀπό ὅλα αὐτά καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι παρά τίς ἐπιρροές καί τις σχέσεις πού μπορεί νά ὑπάρχουν μέ ξένα δάνεια, εἶναι ξεκάθαρος ὁ βυζαντινός χαρακτήρας τοῦ Ναοῦ. Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἑξάγωνη στήριξη τοῦ τρούλου εἶναι πολύ σπάνια, σχεδόν ἀνύπαρκτη στήν βυζαντινή ἀρχιτεκτονική, ἀντίθετα τήν συναντᾶμε σέ παραδόσεις ἄλλων περιοχῶν καί φιλοσοφιῶν. Ὅμως τόσο ὁ γενικός χαρακτήρας τοῦ κτιρίου ὅσο καί οἱ ἐπιμέρους λεπτομέρειες εἶναι πολύ κοντά στή βυζαντινή ἀρχιτεκτονική καί παράδοση.
Ὁ τροῦλος ὑψώνεται ἐπάνω άπό τό ἑξαγωνικό σχέδιο, τό ὁποῖο σχηματίζεται στίς δύο πλευρές (ἀνατολική καί δυτική) μέ τό τόξο τοῦ Ἱεροῦ βήματος καί τοῦ γυναικωνίτη καί στίς δύο ἄλλες πλευρές (βόρεια και νότια) μέ τίς δύο μεγάλες κόγχες πού ανοίγονται στούς εξωτερικούς τοίχους. Ἐκτός άπό τόν κεντρικό τροῦλο, τέσσερεις ἄλλοι τροῦλοι ὑψώνονται στίς γωνίες, δηλαδή στά ἄκρα τοῦ γυναικωνίτη, τοῦ νάρθηκα καί ἀπάνω ἀπό τήν Ἁγία Πρόθεση καί τό Διακονικό (ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς δέν ὑπάρχει σήμερα).
Ἡ ἐξωτερική εἰκόνα τοῦ Καθολικοῦ παρουσιάζει μία ἰδιομορφία καί μία μοναδικότητα λόγω τοῦ ογκώδους ὀρθογωνίου, μέ μία προεξοχή πρός τή δύση τριωρόφου ἀμυντικοῦ πύργου, ὁ ὁποῖος ἀπολήγει ἐξωτερικά σέ ὀκτάπλευρο χαμηλό τροῦλο. Θά μπορούσαμε νά τόν χαρακτηρίσουμε δίδυμο τοῦ πύργου τῆς εἰσόδου, καθώς μάλιστα οἱ δύο αὐτοί πύργοι λειτουργοῦσαν σέ κοινό ἀμυντικό σύστημα. Τό ἰσόγειο τοῦ πύργου αύτοῦ ἀποτελεῖ τόν ἐξωνάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ. Ἐξωτερικά οἱ ἐπιφάνειες τοῦ πύργου εἶναι διακοσμημένες μέ ἐντοιχισμένα πέντε μαρμάρινα ἀρχαῖα γλυπτά ἀκροκεράμια (ἀνθέμια). Τό ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι ἐξαιρετικοῦ μεγέθους καί ἀνῆκε σέ ἐπιτύμβια στήλη.
Ἐπίσης, ἀξιοπρόσεκτο εἶναι τό ἐντοιχισμένο μαρμάρινο θωράκιο βυζαντινῆς ἐποχῆς, τό ὁποῖο φέρει ἄνθη καί μέγα Σταυρό καί ἀνήκει πιθανότατα σέ μία ἀπό τίς προγενέστερες βυζαντινές ἐκκλησίες.
Ὁ πύργος αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τόν ἐξωνάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ, χαρακτηρίζεται ὡς κτίσμα ἀμφιβόλου χρονολογήσεως. Ὁ Ὀρλάνδος ὑπέθεσε, ὅτι ἡ κατασκευή του τοποθετεῖται στά μέσα τοῦ 17ου αἰώνα.
Οἱ θόλοι τῶν δύο ἐσωτερικῶν ὀρόφων τοῦ ἐξωνάρθηκα πύργου κατέπεσαν. Στή βάση τοῦ τυμπάνου τοῦ θόλου τοῦ πρώτου ὀρόφου σχηματίζονται κυκλωτερῶς δώδεκα μικρά ὀξυκόρυφα τόξα, ὅμοια μέ ἐκεῖνα πού βρίσκονται στόν κυρίως ναό, ἀλλά μικρότερα σέ μέγεθος. Τά δώδεκα αὐτά τόξα προορίζονταν πιθανόν γιά τήν πλαισίωση τῶν τοιχογραφιῶν τῶν δώδεκα Αποστόλων. Τόν ἴδιο σκοπό ἐξυπηρετοῦσαν τά μεγαλύτερα τόξα τοῦ κυρίως Ναοῦ, ὅμως εἶναι ἀμφίβολο, ἐάν ποτέ οἱ τοιχογραφίες αὐτές ἐκτελέστηκαν. Πάντως ο Καμπούρογλου ἔγραφε τό 1889 ὅτι διατηροῦνταν έντός τοῦ Ναοῦ λαμπρές ὑδατογραφίες, οἱ ὁποῖες ὅμως πρόσφατα εἶχαν καταπέσει ἤ εἶχαν ἀποτοιχισθεῖ, παρατήρηση πού τόν ἔκανε νά οἰκτίρει τήν προηγούμενη γενεά, ἡ ὁποῖα δέν κατόρθωσε νά περισώσει τά μνημεῖα αὐτά, ἄν ὄχι νά τά έκτμήσει, παρόλο πού κυρίως αὐτήν τιμοῦσαν.
Ὁ θόλος τοῦ ἐξωνάρθηκα στηρίζεται σέ τρεῖς κάμαρες καί ἕνα τυφλό τόξο. Στή Β πλευρά τοῦ ἐξωνάρθηκα ὑπάρχει μία σφραγισμένη θύρα, ἡ ὁποῖα στήν εξωτερική της πλευρά, στό μαρμάρινο ὑπέρθυρό της, φέρει ἐγχάρακτο Σταυρό.