Η θέση της Μονής και η καταγωγή του ονόματός της
Ἡ Μονή Παντοκράτορος – Ταώ, βυζαντινό ἱστορικό μοναστῆρι, βρίσκεται κτισμένο στό ἅκρο τῆς ἁνατολικής πλευρᾶς τοῦ Πεντελικοῦ Ὄρους, σέ ἀπόσταση 30 χιλιομέτρων ἀπό τήν Ἀθήνα καί εἷναι ἀφιερωμένο στό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἠ Μονή εἶναι χτισμένη σέ ὑψόμετρο 270 μ., σέ χαράδρα, πλησίον ἑνός πευκόφυτου λόφου.
Προκειμένου νά ἐπισκεφθεῖ κάποιος τή Μονή ἀκολουθεῖ τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στή Ραφήνα. Λίγο μετά τό χωριό Πικέρμι, συγκεκριμένα ἀπό ἀπόσταση 4 περίπου χλμ., ὁδηγεῖ τόν προσκυνητή στήν πρώτη εἴσοδο τῆς Ἱεράς Μονῆς , πού τήν πλαισιώνουν πανύψηλα καί αἰωνόβια πλατάνια. Παλαιότερα κάτω ἀπό τήν εἴσοδο, στήν ἀρχή τῆς ρεματιᾶς, ἀπό μιά πηγή ἀνέβλυζε νερό ὁλόκληρο τό ἔτος, ἀλλά σήμερα αὐτό τρέχει ἐποχιακῶς.
Σχετικά μέ τήν καταγωγή τοῦ ὀνόματος Ταώ και Νταού, μέ τό ὁποῖο προσωνυμεῖται ἡ Μονή, ἔχουν κατά καιρούς διατυπωθεῖ διάφορες ἀπόψεις.
Ὅπως ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ, ἡ ἀρχική Μονή καταστράφηκε μετά τόν 10ο αἰώνα, ὅμως μεταξύ ἄλλων περισώθηκαν τρία ἀπό τά τέσσερα θραύσματα τοῦ ὑπέρθυρου τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τά ὁποία φέρουν ἀνάγλυφα τρία ψηφία ΤΩ Π, καθώς καί ἕνα ἀνεστραμμένο κύπελλο, τό σύνολο δέ αὐτών βρίσκεται ἀνάμεσα σέ δύο ἀνάγλυφους σταυρούς. Πιθανόν, τά τρία ψηφία καί τό ἀνεστραμμένο κύπελλο ἀποτελοῦν τήν πρώτη κτιτορική ἐπιγραφή, ὅπου τά ψηφία δηλώνουν τή φράση ΤΩ Π[ΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙ], τό δέ κύπελο τό ἀξίωμα τοῦ κτίτορος ἥ τό ἐπώνυμό του, «Ἐπικερνῆς».
Τά ψηφία αὐτά, ὅπως ἔχει ἤδη λεχθεῖ, πού εἶναι χαραγμένα ἀνάμεσα στούς δύο σταυρούς, καθώς καί τό ἀνεστραμμένο κύπελλο, συνθέτουν τήν πρώτη κτιτορική ἐπιγραφή:
ΤΩ Π[ΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙ]
(ἀφιερεῖ ὁ) ΕΠΙΚΕΡΝΗΣ
Μετά τήν πολυετῆ ἐρήμωση τῆς Μονῆς καί τή διασπορά τῶν μοναχών, οἱ μετέπειτα ἐπισκεπτόμενοι τά ἐρείπια, παρατηροῦσαν τά τρία ψηφία ἐπί τοῦ ὑπέρθυρου, καί ἀπό τήν προφορά τῆς ἀνάγνωσης τῶν ψηφίων αὐτών Τ(αὖ) Ὦ(μέγα) =(Τά-ω) ἐπονομάστηκε ὀ τόπος πού βρισκόταν ἡ Μονή, καθώς καί ἠ ἴδια, Ταώ. Τό ὅτι ἠ τοποθεσία εἴχε λάβει αὐτή τήν ὀνομασία τά ἑπόμενα χρόνια, μαρτυρεῖται στό Πατριαρχικό Σιγίλλιο τοῦ 1614 μέ τήν φράση «...τόν ἐν τῆ θέσει τῆς Ταώ εὑρισκόμενον θεῖον ναόν τοῦ Παντοκράτορος» και «..ἥ τέ γαρ θέσις τῆς Ταώ ἐκτίσθη τῶ ὄντι καλῶς διά τό ἡσύχιον».
Ἀπό τό Πατριαρχικό Σιγίλλιο τοῦ 1614 προκύπτει ὅτι Ταώ ὀνομαζόταν τότε καί ἡ εὐρύτερη περιοχή πού βρισκόταν ἠ Μονή, διαπίστωση πού ἐνισχύεται ἀπό τήν ἐπιγραφή τῆς κυρίας πύλης, στήν ὁποία ἀναγράφεται πιθανόν ὁ χρόνος (1648) τῶν τελευταίων ἐπισκευῶν τοῦ περιβόλου τῆς Μονής. Στήν ἐπιγραφή αὐτή σημειώνεται ὅτι οἱ ἐπισκευές αὐτές ἔγιναν «Ταῶ δαπάνη», δηλαδή μέ ἔξοδα τῆς Μονής καί τών εὔπορων πιστῶν πού εἴχαν κτήσεις στή γύρω περιοχή.
Στό σημείο αὐτό θά πρέπει νά αναφερθεῖ ὅτι καί οἱ ἐπιστημονικές ἑρμηνεῖες τῶν συμβόλων, πού εἴναι χαραγμένα στήν ἐπιγραφή τοῦ 1648, πού βρίσκεται στό υπέρθυρο τῆς εἰσόδου τῆς Μονῆς, ὁδηγούν στά ίδια συμπεράσματα σχετικά μέ τήν ὀνομασία τῆς Μονῆς. Χαρακτηριστικά, ὁ Δημ. Γ. Καμπούρογλου ὑποστηρίζει ὅτι τό σύμβολο αὐτό ἤταν τό μονόγραμμα τῆς Μονῆς, ὅπου τό μέν Τ σημαίνει τό σταυρικό πάθος καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν, τό δέ Ὤ παριστάνει Αὐτόν ὡς Παντοκράτορα. Κατά συνέπεια τό μονόγραμμα ὑποδηλώνει ὅτι ή Μονή εἴναι τοῦ «Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Παντοκράτορος».Μέ τό δεδομένο αὐτό, ὁ Καμπούρογλου καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι ἐξαιτίας τῆς κακῆς ἀνάγνωσης ἀπό αὐτούς πού ἀνακαίνισαν τήν Μονή καί πιθανόν ἀπό προφορική παράδοση, προῆλθε τό ὄνομα ΤΑΩ, τό ὁποίο καί συμπεριελήφθη στό Σιγίλλιο τοῦ 1614.
Αὐτή μάλιστα ἡ ὀνομασία, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τήν παλαιά παρερμηνεία τών ψηφίων ΤΩΠ, δηλαδή ΤάΩ –Πεντέλη, παρέμεινε ἔκτοτε ὡς ὀνομασία καί τῆς τοποθεσίας καί τῆς Μονῆς μέχρι σήμερα.
Μετά τήν πολυετῆ ἐρήμωση τῆς Μονῆς, ὁ Νίκος Καματηρός (12ος αἰώνας) ἀνέλαβε τήν ανοικοδόμηση τῆς κατεστραμμένης Μονῆς καί μάλιστα φρόντισε νά διαιωνίσει τό ἔργο του μέ ἐπιγραφή, τήν ὀποία χάραξε στό ἴδιο μαρμάρινο ὑπέρθυρο τοῦ Ἐπικέρνη, τό ὄποῖο εἶχε διασωθεῖ, ἑκατέρωθεν τῶν δύο μεγάλων ἀνάγλυφων σταυρῶν πού προϋπῆρχαν.
Τό πρῶτο τμῆμα τῆς ἐπιγραφῆς βρίσκεται τοποθετημένο στή βόρεια πλευρά τοῦ Καθολικοῦ πρός τό ἱερό ἐξωτερικά καί ἀναφέρει τό ἑξῆς: Ἀριστερά τῆς ἐπιγραφῆς εἶναι χαραγμένος σταυρός μέ κλιμακωτή βάση πού ἐκτείνεται σέ ὅλο τό ὕψος τοῦ σπασμένου μαρμάρου (0,31 μ.).Φαίνεται δέ ὅτι ὁ σταυρός αὐτός βρισκόταν στό μέσο τῆς ἐπιγραφῆς ἀπό τήν ὁποία λείπει ἡ ἀρχή. Τό δεύτερο τμήμα τῆς ἐπιγραφῆς εἶναι ἐντοιχισμένο στό ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ, στόν τοῖχο πού προεξέχει ἀριστερά τοῦ ἱεροῦ, στήν ἕνωση τών δύο κογχῶν, ὁ ὁποῖος χρησιμεύει ὡς ἕνα ἀπό τά στηρίγματα τοῦ κεντρικοῦ τρούλου. Ἐκεῖ ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ κτίτορος:
Πρόκειται λοιπόν γιά κτιτορική ἐπιγραφή, ἡ ὅποῖα πιθανότατα βρισκόταν τοποθετημένη στό ὑπέρθυρο τῆς ἀρχικῆς πύλης καί ἡ ὁποῖα, ὅταν καταστράφηκε ἡ Μονή, κατακερματίστηκε σέ τέσσερα τεμάχια καί στίς μεταγενέστερες ἐπισκεύες τό 1575 αὐτά τοποθετήθηκαν καί ἐντοιχίστηκαν σέ διαφορετικά μέρη τοῦ Καθολικοῦ.
Τό 1894 ὁ ἱδρυτής τοῦ Βυζαντινοῦ Χριστιανικοῦ Μουσείου Γ. Λαμπάκης ἀποκωδικοποίησε τήν ἐπιγραφή ὡς ἑξῆς:
« ὁ κτίς[ἅ]ς τ[ἡ]ν τ[οἰαυ]τ[ἤν] Ἀμήν
+ Νίκ[ὅλα]ὅς ὁ Καματιρ[ὅς]»
Ὕστερα ἀπό μία ὀκταετία, ἐπανῆλθε ὁ Λαμπάκης καί τροποποίησε τήν ἀρχική ἀνάγνωση ὡς ἑξῆς:
«Νίκος[Νίκ (ὅλα) ὅς]
ὁ Καματιρ[ὅς]
ὁ κτίς (ἄς) τα (αὔτην) Τ (ἀῶ) Ἀμήν»
Ἀργότερα τό 1925, ὁ Γ.Σωτηρίου πρῶτος συνδύασε τά τεμάχια τῆς ἐπιγραφῆς σέ ἕνα, χωρίς νά ἐπιχειρήσει κάποια προσθήκη καί τά ἀνέγνωσε ὡς μιά ἐπιγραφή, δίνοντας συγχρόνως τόν κτίτορα τῆς Ι.Μονῆς. Τήν ἴδια ἀνάγνωση τῆς ἐπιγραφῆς δημοσιεύει και ὁ Α. Ὀρλάνδοςτό 1933 μαζί μέ τό πανομοιότυπον τῆς ἐπιγραφῆς ὡς ἑξῆς:
Νίκος ὁ Κάμ (ἅ) τίρ (ὅς) ὁ κτίσ (ἄς) τ(ἡ)ν Τ(ἀῶ)
Τα(αὔτην) ἀμήν
Τό ὄνομα τοῦ Καματηροῦ, νέου κτίτορος τῆς Μονῆς, ὁδηγεῖ ὁρισμένους μελετητές (Α. Ὀρλάνδος, Γ.Σωτηρίου κλπ.) στήν ἐκτίμηση ὅτι ἡ Μονή καί ή εὐρύτερη περιοχή διατηροῦσε σχέσεις μέ τήν Ἰβηρία, καθώς ἡ οἰκογένεια τών Καματηρῶν εἶχε ἐγκατασταθεῖ στήν Ἰβηρία ἀπό τόν 9ο αἰώνα, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχῆς στήν ἀπομακρυσμένη αὐτή περιοχή, μέ τήν ὁποία τό Βυζάντιο διατηρούσε στενούς δεσμούς. Στό πλαίσιο αὐτό, ὁ Α.Ὀρλάνδος ὑποστηρίζει ὃτι ὁ τόπος, στόν ὁποίο οἰκοδομήθηκε ἡ Μονή, ὑπῆρξε κτῆμα κάποιου Ἴβηρου μεγιστάνα, ὁ ὁποίος εἶχε βαπτίσει την περιοχή ἀπό τήν ὀνομασία τῆς πατρίδας του ὡς χώρα τῶν Ταώνων. Ἀργότερα, προσθέτει ὁ ἴδιος ὁ Α. Ὀρλάνδος, ὃτι κατά τήν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας, τό Ταώ μεταβλήθηκε σέ Da-ho, Dahu, καί ἁπλά Hu,ὅπως ἐντοπίζεται στήν Βούλλα τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου. Κατά μία ἐκδοχή, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν παπική Βούλλα, κατά τούς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας ἡ ὀνομασία Ταώ εἷχε μεταβληθεῖ σέ Da-ho,Da-hu καί ἁπλῶς Hu, λόγω τοῦ ὃτι πλησίον τῆς περιοχῆς βρισκόταν χωριό πού ὀνομαζόταν γαλλικά de Hu ἤ ἀπό τό ὄνομα κάποιας γαλλικής Οἰκογένειας «de Hu». Αὐτή εἶχε καταλάβει τήν περιοχή, στήν ὁποία βρισκόταν ἡ Μονή Παντοκράτορος, ἄποψη ὃμως, πού ἀμφισβητεῖται ἔντονα ἀπό τούς ἱστορικούς. Μεταγενέστερα, ἀφοῦ ἀποχώρησαν οἱ Λατῖνοι, οἱ Ἕλληνες,σύμφωνα μέ τήν παλαιά ὀνομασία, ἀποκαλοῦσαν τή Μονή, ὡς Μονή «τῆς Ταώ».
Ἡ ἀλλαγή τοῦ ἀρκτικοῦ τα σε ντ ἑρμηνεύεται καί γλωσσολογικά. Πρόκειται γιά τό διαδεδομένο καί γλωσσικά καθολικό φαινόμενο τῆς ἠχηροποίησης κατ' ἀφομοίωση στά ὅρια τῶν λέξεων, τό ὁποῖο εἶναι συχνότατο στήν Κοινή Νέα ἑλληνική καί εἰδικά στά ὃρια τῆς αἰτιατικῆς ἑνικοῦ τοῦ ἀρσενικοῦ ἤ θηλυκοῦ ἄρθρου π.χ. στήν Πάτρα [sti(n) Batra], στόν τοῖχο [sto(n) doixo].Μάλιστα, συχνά σέ λαϊκό ἐπίπεδο, τό προϊόν τής ἠχηροποίησης μεταφέρεται ἀναλογικά καί στήν ὀνομαστική ἑνικοῦ κυρίως στίς διαλέκτους καί σπανιότερα στήν Κοινή Νέα Ἑλληνική, λ.χ. ἡ γκαμήλα.
Δέν ἀποκλείεται βέβαια ἡ ἀλλαγή t >d νά ὀφείλεται σέ ἀλβανική διαμεσολάβηση ἤ τουλάχιστον νά ἐνισχύθηκε ἀπό αὐτούς, ἐφόσον οί ἀλβανόφωνοι περίοικοι, οἱ ὁποῖοι ἐν τῶ μεταξύ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν εὐρύτερη περιοχή, χρησιμοποιοῦσαν τήν προσφορότερη πρός αὐτούς ἐκφορά Νταού. Πάντως, σέ κάθε περίπτωση, ἀποκλείεται ἡ θεωρία πού ὑποστηρίζει ὅτι ἡ Μονή ἤ ἡ περιοχή ἔλαβε τό ὄνομα Νταού ἀπό τούς Ἀρβανίτες τῆς περιοχῆς, διότι ἡ κάθοδος τῶν Ἀρβανιτῶν και ἡ ἐγκατάστασή τους στά Μεσόγεια συντελέστηκε στίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰώνα, ένῶ ἡ ὀνομασία ΤΑΩ προϋπῆρχε πολύ πρίν τήν ἐμφάνισή τους στήν Ἀττική.